20160830

Από τις εξισωτικές στις ταξικές κοινωνίες

[From the egalitarian to the class societies]

Π Ρ Ω Τ Ο  Μ Ε Ρ Ο Σ

Από την μία, κοινωνίες πρωτόγονες, αρχαϊκές, χωρίς πολιτισμό, χωρίς τάξεις, χωρίς εξουσία, χωρίς κράτος, χωρίς γραφή, χωρίς ιστορία, χωρίς εξέλιξη.
Από την άλλη, κοινωνίες ανεπτυγμένες, με πολιτισμό, με τάξεις, με εξουσία, με κράτος, με γραφή, με ιστορία, με εξέλιξη.

Oι κοινωνίες με κράτος δεν αποτελούν το κορυφαίο εξελικτικό στάδιο των ανθρώπινων κοινωνιών, ούτε και οι εξισωτικές κοινωνίες αποτελούν το πρώιμο εξελικτικό στάδιο μιας τέτοιας ευθύγραμμης διαδικασίας. Δεν υπάρχουν δεδομένα που να φανερώνουν κάποια αυτονόητη ή νομοτελειακή εξέλιξη από τις εξισωτικές κοινωνίες προς τις ταξικές.
Επιπλέον, όπως υποδηλώνεται μέσα από τους σύνθετους και απαιτητικούς κανόνες και τις παραδόσεις των εξισωτικών κοινωνιών, αυτές οι κοινωνίες δεν υπολείπονται πολιτισμού ούτε και κοινωνικής οργάνωσης, παρ' εκτός αν ταυτίζουμε τον πολιτισμό και την κοινωνική οργάνωση με την ύπαρξη του κράτους και της εξουσίας.
Το κράτος και η εξουσία όμως, αποτελούν μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που εδραιώνεται μέσα από τον καταναγκασμό που επιβάλλουν κάποιοι άνθρωποι σε άλλους ανθρώπους, είτε με την χρήση της βίας είτε άλλων μέσων. Αν εμείς σε έναν τέτοιο καταναγκασμό δεν διακρίνουμε κάποιο σπουδαίο ανθρώπινο επίτευγμα, ή αν ακόμα αναγνωρίζουμε σε αυτόν την αφετηρία πολλών δεινών που βαραίνουν τις ζωές των περισσότερων, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αξιολογούμε ως περισσότερο πολιτισμένη μια κοινωνία που τον απορρίπτει.
Μία τέτοια αξιολόγηση βρίσκεται σε συνέχεια με την άποψη του Φρόυντ σύμφωνα με την οποία η αφετηρία του ανθρώπινου πολιτισμού βρίσκεται ακριβώς στην επιλογή του εξισωτισμού και στην δημιουργία κανόνων-ταμπού οι οποίοι αποσκοπούν στην εξάλειψη του ανταγωνισμού και της βίας εξασφαλίζοντας πως κανείς δεν θα μπορεί να επιβάλλει στους άλλους την βούλησή του στο μοίρασμα της τροφής και του ζευγαρώματος  [Σ. Φρόυντ, Τοτέμ και Ταμπού].
Η ύπαρξη λοιπόν των κοινωνιών με κράτος και εξουσία, δεν αποτελεί απαίτηση του πολιτισμού και των ανθρώπων, και θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τις αφετηρίες της.

Ο Πιέρ Κλαστρ στο βιβλίο του Η κοινωνία ενάντια στο κράτος, αναφέρεται σε μία ευρεία βεντάλια τύπων κοινωνικής οργάνωσης των αυτόχθονων της Αμερικής όπως καταγράφηκαν τα τελευταία 500 χρόνια. Κοινωνίες νομάδων, καλλιεργητών, πολεμοχαρείς και φιλειρηνικές, ολιγομελείς και πολυπληθείς, χωρίς κράτος και εξουσία, αλλά και με κράτος και εξουσία. Οι διαφοροποιήσεις αυτές υπήρξαν ανεξάρτητα από το επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης, το οποίο είναι κοινό για όλες αυτές τις κοινωνίες.
Η ύπαρξη των κοινωνιών με κράτος και εξουσία, επομένως, δεν προέρχεται ούτε από την ανάπτυξη των τεχνολογιών, αφού φυλές που βρίσκονται στο ίδιο τεχνολογικό επίπεδο άλλοτε οργανώνονται σε κράτη και άλλοτε "ξορκίζουν" με κάθε μέσο την εξουσία.

Ο Λέβι Στρως στο βιβλίο του Η ανθρωπολογία και τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, αναφέρει πως η ανθρωπότητα, κατά το 99% του χρόνου της και καταλαμβάνοντας τα 3/4 του συνολικού κατοικημένου χώρου της γης, έζησε οργανωμένη σε κοινωνίες που ανέπτυξαν κάθε πιθανό τρόπο προκειμένου να προφυλάσσονται από την διαμόρφωση ανισοτήτων και εξουσιών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ισορροπία και την διάρκεια. Σε αυτόν τον εκτεταμένο χρόνο και χώρο της ανθρωπότητας θα ήταν παράδοξο να ισχυριζόμαστε πως δεν συντελούνταν ιστορία, εξέλιξη αλλά και αυτό που ονομάζουμε κοινωνική καινοτομία. Σίγουρα όμως αυτές οι διαδικασίες δεν συντελούνταν με τρόπο που θα μας επέτρεπε να τις αναγνωρίζουμε εμείς μέσα από την πολιτισμική αντίληψη του σύγχρονου ανθρώπου.
Η κοινωνική καινοτομία όμως, η ιστορία και η εξέλιξη μπορούν να συντελούνται -και συντελούνται- με πολλούς τρόπους ολότελα άσχετους από τα ποσοτικά μεγέθη τα οποία αποκλειστικά έχει εκπαιδευτεί να καταγράφει η δική μας αντίληψη. Τις ιδιαίτερες ποιότητες αυτών των μεγεθών, μπορούμε ίσως να τις αντιληφθούμε, ως ένα σημείο, αν αναγνώσουμε τα στοιχεία που μας δίνουν οι εξισωτικές κοινωνίες, έχοντας όμως πρώτα αποβάλει την όποια υπεροψία μας ως εγγράμματοι "πολιτισμένοι" κληρονόμοι της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Η ιστορία, όπως η εξέλιξη και η κοινωνική καινοτομία, δεν υπάρχουν κατ' αποκλειστικότητα ως γεννήματα των κοινωνιών με κράτος και εξουσία. Αντίθετα μάλιστα, όπως μας περιγράφει η μυθολογική γνώση, η κοινωνική καινοτομία προσωποποιημένη στην μορφή του Προμηθέα βρίσκεται αλυσσοδεμένη από το Κράτος και η Βία. Aυτός ο μύθος στέκεται στον αντίποδα των δικών μας αντιλήψεων καθώς υπονοεί πως, το κράτος και η εξουσία δεσμεύουν την κοινωνική καινοτομία ώστε να την αναπτύσσουν μόνο για δικό τους όφελος. Δηλαδή, η όποια ιστορία και εξέλιξη παράγεται από αυτήν την υποταγμένη κοινωνική καινοτομία, αναλώνεται κατά κύριο λόγο από την ζωτική ανάγκη της εξουσίας και του κράτους για ισχυροποίηση και κυριαρχία, τροφοδοτώντας τον αέναο κύκλο μεγέθυνσης και καταστροφής που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας.
Έτσι, μέσα από μια άλλη πολιτισμική οπτική, είναι οι σύγχρονες κοινωνίες που δεν παράγουν ανθρώπινη ιστορία και εξέλιξη καθώς θυμίζουν αποικίες μυρμηγκιών που προσπαθούν να κυριαρχήσουν και να εκτοπίσουν άλλες αποικίες. Τα μυρμήγκια, ασφαλώς, δεν αναπτύσσουν τεχνολογίες και δεν μεγεθύνουν τα οικονομικά τους μεγέθη για να κυριαρχούν, αλλά εξαρτώνται αποκλειστικά από την αργή εξέλιξη των βιολογικών τους χαρακτηριστικών. Από την άλλη, τα κράτη και οι εξουσίες των ανθρώπων έχοντας στον έλεγχό τους τις κοινωνικές καινοτομίες αναπτύσσουν εξωσωματικές δυνατότητες, κάθε λογής ποσοτικά μεγέθη, τεχνολογίες και εργαλεία, και αυτό με αδιανόητα ταχύς και ολοένα επιταχυνόμενους ρυθμούς, προκειμένου εν τέλει να πετυχαίνουν το ίδιο πράγμα με τα μυρμήγκια: την μεγέθυνση και την καταστροφή.
Γνωρίζοντας πως ως είδος ξεχωρίσαμε μέσα από την ανάπτυξη συμπεριφορών που φανερώνουν αποστροφή προς την επιβολή και την κυριαρχία έχοντας ακολουθήσει μία πορεία που ανέπτυξε πολυποίκιλα ποιοτικά χαρακτηριστικά και πολιτισμούς, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε στην σημερινή μας κατάσταση όχι απλά κάποια εκδοχή της ανθρώπινης εξέλιξης, αλλά μία στατικότητα, μία μη-εξέλιξη, μη-ιστορία και ένα αδιέξοδο που δεν αντιστοιχεί σε πολιτισμό ανθρώπων.

Οι κοινωνίες που μας είναι οικείες, ευημερούν καταστρέφοντας το περιβάλλον, άλλες κοινωνίες, αλλά και τμήματα των δικών τους κοινωνιών, καταστροφή η οποία βρίσκεται σε απόλυτη αναλογία με το μέγεθος της ευημερίας που δημιουργούν. Ο τύπος κοινωνίας που έχει κυριαρχήσει πλέον σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, επιβάλλει πως κάθε ψήγμα τεχνολογίας και πολυτέλειας που απολαμβάνει ένας άνθρωπος έχει το ανάλογό του σε δυστυχία που επιβάλλεται σε άλλους ανθρώπους οι οποίοι μπορεί να ζουν πολύ κοντά ή πολύ μακριά, αλλά και σε πόρους που αποστερούνται από τις μελλοντικές γενιές.
Το κράτος και η εξουσία λοιπόν, όχι μόνο δεν συνεισφέρουν στην ποιοτική εξέλιξη της ανθρωπότητας, αλλά ίσα-ίσα δεσμεύουν τις ικανότητές της και την κατευθύνουν, όμοια σαν να είναι το ίδιο το Κράτος και η Εξουσία όντα μοιραία και ασυνείδητα, σε έναν αδιέξοδο ποσοτικό ανταγωνισμό για την μεγέθυνση ή την καταστροφή.
Η υποταγή της κοινωνικής καινοτομίας λοιπόν στο κράτος και την εξουσία απέχει από το να είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου οι κοινωνίες να δημιουργούν ιστορία και να εξελίσσονται. Αυτό μαρτυρά άλλωστε ο πολιτισμός του Προμηθέα η ύπαρξη του οποίου υποδηλώνεται από τις τεχνολογικά αναπτυγμένες, εμπορικά δραστήριες, και ειρηνικές κοινότητες που επέζησαν στην νησιωτική Ανατολική Μεσόγειο μέχρι πριν από 4.500 χρόνια.
Αφού λοιπόν η κοινωνική καινοτομία μπορεί να αναπτύσσεται χωρίς να είναι δέσμια του κράτους και της εξουσίας, καταλαβαίνουμε πως δεν είναι ούτε η απαίτηση για "πρόοδο", "ιστορία" και "εξέλιξη" που γέννησε και έθρεψε τους ίδιους της τους δεσμώτες.

Η ανάπτυξη της διάνοιας, του στοχασμού, του ποιητικού και φιλοσοφικού λόγου αποδίδεται εξολοκλήρου στις ταξικές κοινωνίες μέσα από ένα απλουστευτικό σκεπτικό: αφού οι δούλοι παράγουν για να καλύπτουν τις ανάγκες και των κτητόρων τους, οι κτήτορες αποκτούν την δυνατότητα να επιδίδονται αποκλειστικά στον στοχασμό. Ασφαλώς, η επίδοση με αποκλειστικό τρόπο σε μία διανοητική απασχόληση επιταχύνει ενδεχομένως κάποιες νοητικές διεργασίες, τα αποτελέσματα των οποίων, ωστόσο, αποτελούν προϊόντα κάποιας συγκεκριμένης εξιδείκευσης μαζί και του πολιτισμικού πλαισίου της εκάστοτε ταξικής κοινωνίας.
Από την άλλη, οι "άγριοι" και "απολίτιστοι" των εξισωτικών κοινωνιών περιορίζουν την εργασία τους σε έναν μέσο καθημερινό χρόνο από 2 έως 4 ώρες [7 για ορισμένες κοινότητες που επιβιώνουν σε ακραίες συνθήκες]. Γνωρίζουν πως αυξάνοντας αυτόν τον χρόνο θα αποκτήσουν περισσότερα αγαθά αλλά αυτό τους φαίνεται όχι μόνο αδιάφορο αλλά, συχνά και έχοντας συνείδηση αυτής της επιλογής, και επικίνδυνο. Η ανάπτυξη της διάνοιας μέσα σε ένα εξισωτικό κοινωνικό πλαίσιο παράγει είδη ποιητικού, φιλοσοφικού ενίοτε και επιστημονικού λόγου των οποίων εμείς, ως φορείς των ιδιαίτερων πολιτισμικών μας αντιλήψεων, δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε την αξία ή την χρησιμότητα. Στις σημερινές κοινωνίες ο πολυπράγμων άνθρωπος του παρελθόντος έχει εξελιχθεί σε ένα ελάχιστο εξάρτημα μιας τεράστιας μηχανής, ενώ συχνά οι νοητικές του δυνατότητες αρκεί να είναι -και συνήθως είναι- εξίσου ελάχιστες.

Οι ταξικές κοινωνίες τείνουν να υποτάσσουν την διάνοια, όπως και κάθε τι άλλο, στην "λειτουργικότητα" και στο κοινωνικό καθήκον της μεγέθυνσης-"ανάπτυξης", παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τον καταναγκασμό της εργασίας ως χρέος κάθε ανθρώπου -που γεννήθηκε σε τάξη εργαζομένων- προς την κοινωνία. Δυστυχώς, αδυνατούμε να έχουμε ευρεία γνώση για τα επιτεύγματα στον τομέα της διάνοιας του πολιτισμού του Προμηθέα και, πολύ περισσότερο, για την ανάπτυξη και την κατεύθυνση αυτών των επιτευγμάτων αν αυτός ο πολιτισμός δεν είχε διακοπεί με τον βίαιο τρόπο που υποδηλώνει η μυθολογική παράδοση. Μόνο τότε θα μπορούσαμε πραγματικά να συγκρίνουμε τους δύο τρόπους εξέλιξης.
Έτσι, δεν υπάρχει βάση στην αντίληψη πως ο πολιτισμός του Προμηθέα αν είχε την ευκαιρία να εξελιχθεί δεν θα επινοούσε την γραφή και άλλα επιτεύγματα που αποδίδουμε, ίσως και αυθαίρετα, στις "πολιτισμένες", ταξικές κοινωνίες.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός πως στις ταξικές κοινωνίες ο κόσμος της διάνοιας διαχωρίζεται από αυτόν της εργασίας, κάθε άλλο παρά σπουδαίο επίτευγμα μοιάζει, ειδικά από την στιγμή που θα αναγνωρίσουμε πως, αυτός ο διαχωρισμός, είναι μία ακόμα έκφραση του κύκλου ανταγωνισμός-μεγέθυνση, μέσα στον οποίο, αδιάκοπα, ένας κόσμος ευημερεί και ένας καταστρέφεται.
Στις εξισωτικές κοινωνίες αντίθετα, αφενός, η εργασία δεν υπάρχει ως αποτέλεσμα καταναγκασμού, παρά συντελείται ως μέρος μιας συλλογικής δράσης αναμφίβολα αλληλεπιδρώντας δημιουργικά με την διάνοια, και, αφετέρου, η απαξίωση των μελών της κοινότητας προς την συγκέντρωση αγαθών αφήνει ελεύθερο χρόνο για την ανάπτυξη ποιοτήτων της διάνοιας τις οποίες εμείς -εκ πρώτης- αδυνατούμε να αντιληφθούμε.
Η ανθρώπινη διάνοια επομένως, ο ποιητικός, φιλοσοφικός και επιστημονικός λόγος δεν υπάρχει ως αποκλειστικό προνόμιο όσων "αποδεσμεύτηκαν" από την εργασία, την οποία επέβαλαν οι ίδιοι καταναγκαστικά σε άλλους, ούτε βέβαια αποτελεί δημιούργημα ή βιολογικό επίτευγμα των ταξικών κοινωνιών. Είναι μάλιστα ακριβώς αυτή η διάνοια, αυτό το βιολογικό και πολιτισμικό επίτευγμα που για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, εκατομμύρια λέει ο Στρως, κατάργησε την κυριαρχικότητα και την επιβολή και απέτρεψε συστηματικά στο εσωτερικό κοινοτήτων και δικτύων κοινοτήτων, τον ανταγωνισμό και την ανάδειξη εξουσιών. 

Από όλους, λοιπόν, τους όρους με τα "χωρίς" και τα "με" που χρησιμοποιούμε για να διακρίνουμε τις εξισωτικές κοινωνίες από τις ταξικές, αυτοί που προσδιορίζουν με τον πιο έγκυρο τρόπο αυτή την διάκριση είναι: χωρίς και με εξουσία, χωρίς και με κράτος, χωρίς και με τάξεις.


Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο  Μ Ε Ρ Ο Σ

> Το ερώτημα όμως παραμένει και τίθεται ακόμα πιο επιτακτικά: 
Ποια ανατροπή γέννησε τις ταξικές κοινωνίες, το κράτος και η εξουσία;

Αφού πρωταρχικό πολιτισμικό επίτευγμα της ανθρωπότητας υπήρξε ο εξισωτισμός ο οποίος διατηρείται αναλοίωτος σε ορισμένες παραγκωνισμένες κοινότητες και δεύτερο επίτευγμα ο πολιτισμός του Προμηθέα με τα εκτεταμένα δίκτυα κοινοτήτων από την Κασπία μέχρι την Μεσόγειο, από πού ξεφύτρωσαν οι κοινωνικές τάξεις;

Με βάση τα στοιχεία που έχουμε αποκομίσει μπορούμε να αποπειραθούμε μια ανασύσταση των προϋποθέσεων, των τυχαιοτήτων, και των ακολουθιών που γέννησαν τις ταξικές κοινωνίες.
Ορισμένες πιθανές προϋποθέσεις:
Ο κοινοτικός σωβινισμός, η αγάπη ορισμένων φυλών ή ατόμων για τον πόλεμο, η παραγωγική χρήση των αιχμαλώτων από ορισμένες φυλές, οι αυξημένοι πληθυσμοί ορισμένων φυλών και τα δίκτυα μεγάλου αριθμού κοινοτήτων μιας διευρυμένης φυλής.[1]

Καταναγκασμός, "Εξουσία" και Εξουσία
Ο Πιέρ Κλάστρ στο βιβλίο Η Κοινωνία ενάντια στο Κράτος, ως πιθανότερη διαδικασία για την δημιουργία του κράτους και της εξουσίας προτείνει την αύξηση του πληθυσμού και την απομάκρυνση των αρχηγών και των μάγων από τον έλεγχο της κοινότητας.
Αυτή η πρόταση όμως, φαινομενικά μόνο μοιάζει πειστική καθώς δεν μπορεί να ερμηνεύσει την εισβολή του καταναγκασμού σε μία κοινωνία. Στο μεγαλύτερο μέρος του συγκεκριμένου βιβλίου ο Κλάστρ τεκμηριώνει τον τρόπο με τον οποίο η "εξουσία" στις εξισωτικές κοινότητες υπάρχει σε ένα συμβολικό επίπεδο, αυτοαναιρούμενη, σαν να χρειάζεται η ύπαρξή της αλλά μόνο μέχρι το σημείο που υπενθυμίζει στην κοινότητα την αναγκαιότητα της ακύρωσής της. Το σημαντικότερο όμως είναι πως δεν συναντιέται σε εξισωτική κοινότητα κανενός είδους εξουσία που να έχει την δυνατότητα του καταναγκασμού. Ο ίδιος ο όρος εξουσία όπως χρησιμοποιείται σε όλο το βιβλίο, διαχωρίζοντάς την σε καταναγκαστική και μή-καταναγκαστική, είναι αδόκιμος, καθώς με αυτόν τον όρο προσδιορίζουμε ακριβώς την ικανότητα του καταναγκασμού στο κοινωνικό περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τον όποιο ενδεχόμενο σχολαστικισμό των ορολογιών, η (καταναγκαστική) εξουσία που προϋποθέτει και ταυτίζεται με την βία, μοιάζει να είναι μια αδιανόητη εκδοχή για τις εξισωτικές κοινωνίες, ακόμα και για τις πολυπληθείς.
Υπάρχει, όμως, ένα δεδομένο που μπορεί να φανεί χρήσιμο στην αναζήτησή μας:
κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων ο μέχρι πρότινος "αρχηγός" της φυλής γίνεται πραγματικός αρχηγός και αποκτά το δικαίωμα να διατάζει τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας.

Πόλεμος
Στις εξισωτικές κοινωνίες, η μόνη ευκαιρία ενός αρχηγού να βιώσει αυτό που αντιλαμβανόμαστε εμείς με αυτή την λέξη, και αυτό που του αποστερεί με επιμέλεια μια εξισωτική κοινότητα σε όλες τις άλλες στιγμές του κοινοτικού βίου, βρίσκεται στον πόλεμο.
Στο περιβάλλον της βίας οι εξισωτικές κοινότητες αναγνωρίζουν και αποδίδουν το ταυτόσημό της: την εξουσία. Ακόμα όμως και οι πιο πολεμοχαρείς φυλές, δεν ενδιαφέρονται για αδιάκοπο πόλεμο, ακόμα κι αν αυτό αποτελεί την επιδίωξη του αρχηγού, και έτσι, μετά από τις πολεμικές δραστηριότητες ο αρχηγός επανέρχεται, ή επαναφέρεται, στα συνηθισμένα συμβολικά καθήκοντά του. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει ο Κλαστρ τον Τζερώνυμο με τον στρατό των δύο ανδρών: κάθε φορά που ο Τζερώνυμο επεδίωκε να εξυπηρετήσει τα δικά του πάθη και όχι τις ανάγκες των φυλών κατέληγε να πολεμά σχεδόν μόνος του.
Δεν φαίνεται λοιπόν πιθανό ένας φιλόδοξος αρχηγός ή μια πολεμοχαρής ομάδα νέων, να μπορεί να επιβάλει συνθήκες συνεχούς πολέμου μέσα από τις οποίες να αναδειχθεί μια συνεχής εξουσία, αφού οι κοινότητες αντιστέκονται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Δουλεία
Ο πόλεμος υπήρξε για κάποιες φυλές σημαντική δραστηριότητα, ειδικά των νέων. Το φάσμα των συμπεριφορών και των κανόνων που σχετίζονται με τον πόλεμο είναι τόσο ευρύ όσο και αυτών που σχετίζονται με το σεξ. Η κράτηση αιχμαλώτων υπήρξε μια εκδοχή της πολεμικής δραστηριότητας. Σε κάποιες φυλές, οι αιχμάλωτοι αποτελούσαν τίτλο τιμής του κατόχου τους, και συντηρούνταν με φροντίδα μέχρι την στιγμή του τελετουργικού φόνου τους. Σε ορισμένες φυλές η παραγωγική αξιοποίηση των αιχμαλώτων υπήρξε μια άλλη εκδοχή της πολεμικής δραστηριότητας. Η συστηματοποίηση αυτής της παραγωγικής αξιοποίησης των αιχμαλώτων, η εδραίωση δηλαδή της δουλείας, η μετατροπή ανθρώπων σε παραγωγικά κοπάδια, αποτελεί την επινόηση-σταθμό, που εισάγει τον καταναγκασμό ως θεμέλιο ενός νέου τύπου κοινωνίας, της πολεμικής. Μια παραλλαγή της δουλείας που εμφανίζεται να συνυπάρχει με αυτήν σε όλα τα γνωστά παραδείγματα, σχεδόν σαν συγκοινωνούν δοχείο, είναι η φόρου υποτέλεια, αποτέλεσμα και αυτή πολεμικής δραστηριότητας.

Ανταγωνισμός-μεγέθυνση
Η επιβίωση μιας κοινωνίας που έχει ανάγει τον πόλεμο σε παραγωγική διαδικασία και τα όπλα σε μέσα παραγωγής εξαρτάται από την ικανότητά της να διατηρεί την απαραίτητη ισχύ ώστε να καταναγκάζει τους υποταγμένους πληθυσμούς να συντηρούν την ίδια την ισχύ που τους υποτάσσει. Εξαρτάται όμως και από την ικανότητά της να μεγεθύνει την ισχύ της ώστε να μπορεί να προστατεύεται και να υπερισχύει των κοινωνιών που αναπτύσσουν παρόμοιες πολεμικές συμπεριφορές. Με αυτόν τον τρόπο, το ζωικό κριτήριο επιβίωσης, η πρόκριση δηλαδή του ισχυρότερου σε μία ακολουθία που ονομάζουμε "φυσική" επιλογή, εισβάλει στις κοινωνίες των ανθρώπων, επεκτείνεται, και καθορίζει έκτοτε την εξέλιξη του είδους μας εγκλωβίζοντάς την στον κύκλο ανταγωνισμός-μεγέθυνση. Έκτοτε, σύσσωμες οι κοινωνίες των ανθρώπων μοιάζουν με θαλάσσιους ελέφαντες οι οποίοι αν δεν καταφέρουν να συγκεντρώσουν αρκετή μάζα κινδυνεύουν να αποκλειστούν από την αναπαραγωγή.

Ο διαρκής πόλεμος
Ο διαρκής πόλεμος που είναι αναγκασμένη να διεξάγει μία κοινωνία που έχει μεταμορφωθεί ολόκληρη σε ένα ανταγωνιστικό και ανθρωποφάγο θηρίο δημιουργεί την απαίτηση για αρχηγία και εξουσία στο εσωτερικό της. Ο καταναγκασμός που επιβάλλει μια τέτοια κοινωνία στους υποτελείς της, παρεισφρύει αναπόφευκτα και στις σχέσεις των μελών της καθώς, από την μία, η βία αναγνωρίζεται πλέον ως ρυθμιστικός παράγοντας των σχέσεων, ενώ, από την άλλη, η αρχηγία και ο καταναγκασμός [στρατιωτική "πειθαρχία"] προκρίνονται ως τα αποτελεσματικότερα εργαλεία για έναν υποχρεωτικό και διαρκή πόλεμο.


Τ Ρ Ι Τ Ο  Μ Ε Ρ Ο Σ

> Ανασυνθέτοντας τα στοιχεία

Κυρίαρχοι και Υπόδουλοι: δύο κοινωνίες σε μία
Θα μπορούσαμε να πούμε πως, οι κοινωνίες, σε ορισμένους χρόνους και τόπους οργανώνονται σε τάξεις κυρίαρχων και υποταγμένων, με την προϋπόθεση οι πρώτοι να επιλέγουν, και να έχουν την δυνατότητα, να καταναγκάζουν τους δεύτερους. Αυτή η διατύπωση, όμως, προέρχεται από μία επιφανειακή παρατήρηση του φαινομένου και υπονοεί πως, οι κοινωνίες εξελίσσονται εισάγοντας τον καταναγκασμό στο εσωτερικό τους και οδεύοντας προς την "ολοκλήρωση" της ταξικής οργάνωσης και του Κράτους.

Σε ένα κοινωνικό σύνολο, όμως, που προκύπτει από τον πόλεμο και την υποδούλωση, δεν ενυπάρχει κάποιος προφανής λόγος που θα μπορούσε να αλλοιώσει αυτοστιγμή την κοινωνική οργάνωση των κατακτητών. Στις κοινωνίες των νεόκοπων κυρίαρχων, οι τοτεμικές παραδόσεις, τα γαμικά και όλα τα συμπεριφορικά ταμπού, ακόμα και αυτά που αποτρέπουν την "εξουσία" από το να γίνει πραγματική εξουσία, υφίστανται, αρχικά τουλάχιστον, αναλοίωτα. Ταυτόχρονα, για τους κυρίαρχους, το πρόσωπο του υποταγμένου -δούλου ή φόρου υποτελή- είναι ανύπαρκτο, ο υποταγμένος υπάρχει για αυτούς μόνο ως αντικείμενο, ως ανθρώπινο κοπάδι.
Στις κοινωνίες πάλι των υπόδουλων, ανάλογα με τις πρακτικές των εκάστοτε κυρίαρχων, επέρχεται μεγάλη ή μικρότερη καταστροφή, άλλοτε εξαλείφονται ολότελα και άλλοτε συντηρούνται για να απομυζούνται επ' αόριστο. Άλλοτε διατηρούν τις παραδόσεις τους -ή μέρος τους- και άλλοτε καταπιέζονται σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης υπόστασής τους.
Αυτό που αναγνωρίζουμε εμείς ως ένα ενιαίο κοινωνικό σύνολο αποτελούμενο από κυρίαρχους και υπόδουλους, είναι μία αυθαίρετη αντίληψη, που βασίζεται στην εδραιωμένη πλέον αποδοχή πως μέσα σε μία κοινωνία κάποιοι υπάρχουν καταναγκάζοντας και κάποιοι καταναγκαζόμενοι.

Καμμία από τις σύγχρονες "ανεπτυγμένες" κοινωνίες μας δεν αποτελεί μία ενιαία κοινωνία. Στην πραγματικότητα κάθε μία από τις κοινωνίες μας αποτελείται από ένα σύνολο κοινωνιών που βρίσκονται μεταξύ τους σε διαρκή πόλεμο. Μέσα σε κάθε ένα από τα κράτη μας, η κοινωνία των κυρίαρχων στο μακρινό παρελθόν επιβλήθηκε με την βία στις κοινωνίες των υποταγμένων και διατηρεί αυτή την εξουσία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: από την μία κάνοντας διαρκή πόλεμο στις υποταγμένες κοινωνίες και, από την άλλη, κάνοντας ενίοτε πόλεμο με τις υπόλοιπες αρπακτικές κοινωνίες. Κάθε τέτοια κοινωνία κυρίαρχων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιδιώκει την ευημερία της μέσα από την καταστροφή των άλλων.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει ο Γιουβάλ Χαράρι στο βιβλίο Σάπιενς σχετικά με τις κοινωνικές κάστες, τους κοινωνικούς περιορισμούς και τις κοινωνικές μυθολογίες που όρισαν οι κατακτητές εισβολείς στην ινδική χερσόνησο πριν 3.000 χρόνια προκειμένου να εξασφαλίσουν την μακροημέρευσή τους. Αυτές οι κοινωνικές μυθολογίες διδάσκουν το "αυτονόητο" της υποταγής των "κατώτερων" κοινωνιών στις "ανώτερες" κοινωνίες, παρουσιάζοντάς όμως το σύνολο αυτών των κοινωνιών ως μία ενιαία κοινωνία που έχει διαχωριστεί σε τάξεις από θεϊκούς και φυσικούς νόμους.

Όσες και αν είναι οι μεταβολές, οι ανασυστάσεις, οι προσμίξεις, οι ανακατατάξεις, ακόμα και οι αναγεννήσεις που φέρει πίσω της κάθε μία από τις κοινωνίες μας, ο πυρήνας της λειτουργίας της βρίσκεται σε μία επινόηση κάποιων ανθρώπων που εμφανίστηκε χρονικά μετά από την επονομαζόμενη αγροτική επανάσταση: η μετατροπή των όπλων σε μέσα παραγωγής, και των φιλειρηνικών -ή έστω λιγότερο ικανών στον πόλεμο- ανθρώπων σε ανθρώπινα κοπάδια προς εκμετάλλευση.

Η συγκυρία αυτής της επινόησης θα πρέπει να σχετίζεται με πολλούς παράγοντες, από τον πολιτισμό της μιας ή της άλλης φυλής, την παραγωγή πλεονασμάτων από την μια ή την άλλη φυλή, μέχρι την προσωπικότητα συγκεκριμένων ανθρώπων και την τυχαιότητα, ωστόσο φαίνεται πως όποτε αυτή η επινόηση προέκυπτε δημιουργούσε αλυσσιδωτές αντιδράσεις. Οι συνέπειες αυτών των αντιδράσεων σχετίζονται κυρίως με τον πολεμικό ανταγωνισμό που εισάγεται κατά τόπους, ο οποίος απαιτεί την αποτελεσματική ισχυροποίηση έναντι των αντιπάλων. Αν η ισχυροποίηση είναι ανεπαρκής τότε η προοπτική είναι είτε η υποδούλωση, είτε ο αυτοεκτοπισμός και η εξαγωγή αυτής της επινόησης σε άλλους τόπους.

Μέσα από μία τέτοια ερμηνεία, οι μετατοπίσεις κατά την αρχαιότητα των ελληνικών φυλών προς τον σημερινό ελληνικό χώρο και η υποδούλωση των αυτόχθονων κοινωνιών υπήρξε αναγκαστική αφού και αυτές οι φυλές είχαν εκτοπιστεί προηγουμένως από τις αφετηρίες τους έχοντας όμως αποκομίσει την τεχνογνωσία της δουλείας και της νέας χρήσης των όπλων. Στην συνέχεια αυτή η τεχνογνωσία εξήχθει προς τις δυτικές αποικίες των Ελλήνων, στην σημερινή Ιταλία, όπου πρώτοι οι Ετρούσκοι και έπειτα οι ιδανικοί μαθητές, οι Ρωμαίοι, διέπρευσαν.

Είναι άστοχο να περιγράφουμε τις κοινωνίες μας ως ταξικές κοινωνίες, αφού η πραγματικότητά τους δεν σχετίζεται με μία εγγενή διαστρωμάτωση που προήλθε μέσα απο την εξέλιξη της εκάστοτε κοινωνίας. Όσο και αν αναφέρονται από τους ανθρωπολόγους κάστες και διαστρωματώσεις στο εσωτερικό ορισμένων φυλών, οι έννοιες του καταναγκασμού και της βίας, της καταστροφής ορισμένων προς χάρη της ευμάρειας άλλων, υπήρξαν άγνωστες μέχρι την στιγμή που μία φυλή υποδούλωσε μια άλλη.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό επομένως των κοινωνιών μας, το οποίο παραμένει απαράλλαχτο από την στιγμή της γέννησής τους, δεν είναι απλά η ύπαρξη τάξεων αλλά ο αδιάκοπος πόλεμος και ο συνεχής καταναγκασμός που συντελείται από την εκάστοτε κυρίαρχη κοινωνία προς τις υποτελείς της. Κάθε μία από τις σύνθετες κοινωνίες μας αποτελείται από την κοινωνία αυτών που καταναγκάζει και την κοινωνία αυτών που καταναγκάζονται, από την κοινωνία αυτών που ελέγχουν τα όπλα ως μέσα παραγωγής και την κοινωνία αυτών που ελέγχονται από τους κατόχους των όπλων.
Η ύπαρξη διαστρωματώσεων, καστών και τάξεων μέσα σε κάθε μία από αυτές τις κοινωνίες, τόσο των κυρίαρχων όσο και των υπόδουλων, συγχέει την συνολική εικόνα και δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ύπαρξης μιας ενιαίας κοινωνίας αποτελούμενης από τάξεις. Αυτό όμως είναι ολότελα παραπλανητικό καθώς, για τους ανθρώπους, αυτό που δημιουργεί την ενιαία κοινωνία είναι η αποφυγή της βίας και του καταναγκασμού και ειδικά της βίας και του καταναγκασμού που προέρχεται από λίγους και στρέφεται εναντίων των πολλών. Η ύπαρξη δε αυτής ακριβώς της βίας και του καταναγκασμού τεκμηριώνει πως ολότελα λανθασμένα κατανοούμε τις κοινωνίες μας ως ενιαίες και, το χειρότερο, όσο αυτή η πλάνη διαρκεί, οι υπόδουλοι δεν θα έχουν τα εφόδια να ξεφύγουν από τις αφηγήσεις των κυρίαρχων. Οι αφηγήσεις δε των κυρίαρχων έχουν αποδειχτεί εξίσου αποτελεσματικές με τα όπλα τους στα οποία όμως ποτέ δεν διστάζουν να προσφύγουν όταν οι αφηγήσεις δεν επαρκούν.

Οι κοινωνίες μας δεν είναι ενιαίες αλλά σύνθετες, αποτελούμενες από πολεμικές κοινωνίες που καταναγκάζουν ειρηνικές κοινωνίες να αποτελούν τα παραγωγικά κοπάδια τους, εξασφαλίζοντας την ευμάρεια των πρώτων μέσα από την καταστροφή των δεύτερων. Οι κοινωνίες όμως όσο και αν μοιάζουν και αν συμπεριφέρονται ως όντα οι ίδιες, δεν παύουν ποτέ να αποτελούνται από ανθρώπους που επιλέγουν να συμπεριφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Έτσι οι πολεμικές και αρπακτικές κοινωνίες κατευθύνονται από κυριαρχικούς και αρπακτικούς ανθρώπους ενώ οι ειρηνικές από συνεργατικούς και φιλειρηνικούς ανθρώπους. Για τους ανθρώπους δεν μπορεί να μετρηθεί ο βαθμός στον οποίο τα χαρακτηριστικά της αρπακτικότητας ή της συνεργατικότητας είναι βιολογικά ή πολιτισμικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ανθρώπινη νόηση, καθώς μπορεί να αναμορφώνεται συνεχώς από το ίδιο το πρόσωπο, επιτρέπει την τροποποίηση αυτών των χαρακτηριστικών ακόμα και στο αντίθετό τους.


Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο  Μ Ε Ρ Ο Σ

> Συμπεράσματα

- Οι "ταξικές" κοινωνίες είναι σύνθετες κοινωνίες καθοδηγούμενες από μία κυρίαρχη κοινωνία που βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τις κοινωνίες που διατηρεί υποταγμένες.
- Κάθε τέτοια κυρίαρχη κοινωνία αναπτύσσει μηχανισμούς και συμπεριφέρεται σαν ένα ον του οποίου η επιβίωση εξαρτάται από την διαρκή ισχυροποίηση απέναντι σε άλλα παρόμοια "όντα".
- Η βία, ο πόλεμος και ο καταναγκασμός είναι οι θεμελιώδεις επιλογές των ανθρώπων που επιβάλλουν την ύπαρξη των σύνθετων κοινωνιών.
- Η ευμάρεια που χαρίζει στους κυρίαρχους η επιλογή της βίας, του πολέμου και του καταναγκασμού, έχει ως αναγκαστικό αντίτιμο τον εγκλωβισμό τους σε έναν διαρκή πόλεμο καταρχήν με τις καταπιεζόμενες κοινωνίες και έπειτα με τις ανταγωνιστικές.
- Η ευμάρεια που αποκομίζουν οι κυρίαρχοι έχει το ανάλογό της σε καταστροφή την οποία βιώνουν οι υποτελείς τους.
- Με την πάροδο τουλάχιστον 4.000 χρόνων από την πρώτη φορά που αξιοποιήθηκαν τα όπλα και ο πόλεμος ως μέσα παραγωγής, η σαφής αρχική εικόνα της σύνθετης κοινωνίας που αποτελείται από την κυρίαρχη κοινωνία και τις υπόδουλες κοινωνίες έχει τόσο περιπλακεί όσο και αποκρύπτεται σκόπιμα από τις μυθολογίες των κυρίαρχων, χωρίς όμως να αποκλίνει στο ελάχιστο από τις θεμελιώδεις αρχές της που είναι η βία, ο πόλεμος και ο καταναγκασμός.

> Συνέπειες

Εκτός από την προφανή καταστροφή που προκαλούν οι κοινωνίες των κυρίαρχων στις υποτελείς τους κοινωνίες, αλλά κάθε τόσο και στον εαυτό τους καθώς κάποια στιγμή βρίσκονται να υπολείπονται σε ισχύ μέσα στον ανταγωνιστικό στίβο που διαμορφώνουν οι ίδιες, προκύπτουν και συνέπειες που αφορούν το σύνολο της ανθρωπότητας και την εξέλιξή της.
- Η ικανότητα των κυρίαρχων κοινωνιών να συντηρούνται εξαρτάται από την ικανότητά τους να ισχυροποιούνται και να μεγεθύνονται. Η αναγκαστική μεγέθυνση μαζί με την αξιοποίηση των κοινωνικών καινοτομιών που έχουν οι κυρίαρχοι στον έλεγχό τους, έχει διαμορφώσει ένα παγκόσμιο κοινωνικό περιβάλλον που αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπο με την εξάντληση των φυσικών πόρων.
- Σε πολλές περιπτώσεις τα φυσικά όρια μπορούν να υπερβληθούν με την χρήση των επιστημών και των τεχνολογιών που διατηρούν οι κυρίαρχοι στον έλεγχό τους με άγνωστες όμως συνέπειες τόσο για τους υποτελείς τους όσο και για τους ίδιους.
- Η εξέλιξη του είδους παρουσιάζει αντιφάσεις καθώς μπορεί να ζούμε περισσότερο, αλλά ο εγκέφαλός μας έχει σμικρυνθεί τα τελευταία 10.000 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα το πιο ανθρώπινο από όλα τα χαρακτηριστικά μας, αυτό της ικανότητας να χρησιμοποιούμε τον λόγο για να διαμορφώνουμε δίκτυα συνεργασίας, για τους περισσότερους ανθρώπους και στο μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής τους, έχει αντικατασταθεί από έναν απλό μηχανισμό λήψης και εκτέλεσης εντολών.

> Ευκαιρίες

 Όπως αναφέρει ο Χαράρι στο βιβλίου του Σάπιενς, ο άνθρωπος είναι ένα ον που μεταπήδησε από το μέσον της τροφικής αλυσσίδας στην κορυφή της, χωρίς να έχει τον χρόνο να προσαρμοστεί σε αυτή την μεταβολή. Οι άνθρωποι είμαστε πλέον ισχυρότεροι και από τα λιοντάρια αλλά εξακολουθούμε να συμπεριφερόμαστε σαν τρομοκρατημένοι πίθηκοι, και αυτό μας κάνει ιδιαίτερα επικίνδυνους. Αντίστοιχα, ούτε τα λιοντάρια, ούτε οι πίθηκοι, ούτε και κανένα άλλο ον δεν πρόλαβε να προσαρμοστεί σε αυτή την ξαφνική μετατόπιση των ανθρώπων από το μέσον της τροφικής αλυσσίδας στην κορυφή της.

- Μέσα από την διεπιστημονική αντίληψη του κόσμου έχουμε τα μέσα να κατανοήσουμε τον κόσμο μας, τον εαυτό μας, το παρελθόν μας αλλά και τις δυνατότητες που έχουμε στην διαμόρφωση των προοπτικών μας. Σε μεγάλο βαθμό, σαν άνθρωποι είμαστε αυτό που διδασκόμαστε, ενώ ταυτόχρονα, μπορούμε να γινόμαστε αυτό που επιλέγουμε.
- Είναι ανώφελο να υπερασπιστούμε υποθετικά επιτεύγματα των ανθρώπων και των κοινωνιών στην περίπτωση που δεν είχε επικρατήσει η επιβίωση μέσα από τον πόλεμο. Ταυτόχρονα όμως, είναι ολότελα αυθαίρετο να απορρίπτουμε την ιδέα πως κάποιες εξισωτικές κοινωνίες θα έβρισκαν τον τρόπο να προσφέρουν πολλά και σπουδαία στους ανθρώπους, κατευθύνοντας τις κοινωνίες μας σε ολότελα διαφορετικές διαδρομές. Σε κάθε περίπτωση, από την θέση που βρισκόμαστε, μπορούμε να εργαστούμε για την απελευθέρωση του Προμηθέα, την απελευθέρωση δηλαδή της κοινωνικής καινοτομίας από τα δεσμά που την κρατάν οι κοινωνίες των κυρίαρχων, και για την απόρριψη του καταναγκασμού ως μέσου συνύπαρξης, αναπτύσσοντας τις ικανότητές μας στην συνεργασία.



Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[1] Όπως έχει διατυπώσει ο Λέβι Στρώς, η λέξη φυλή δεν είναι η πιο δόκιμη για να περιγράψουμε μια αυτόνομη κοινότητα και πρέπει να αναφέρεται με την ευρεία της έννοια καθώς, ο γενετικός παράγοντας βρίσκεται σε δεύτερη θέση σε σχέση με τον πολιτισμικό, ο οποίος είναι αυτός που καθορίζει τους γαμικούς κανόνες και τις γενετικές προσμίξεις.

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α Τ Α

... Δε γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι είχαν ατομική ιδιοκτησία της γης. Το πιο πιθανό είναι ότι η γη ανήκε συλλογικά στην κοινότητα. Τα νεολιθικά κοπάδια, από οικόσιτα ζώα, πρέπει να ήταν μικρά. Την ευθύνη για τη βοσκή τους μπορεί να την είχε ολόκληρη η κοινότητα. ...

... Σε όλα σχεδόν τα νησιά των Κυκλάδων η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως οικισμούς, όχι εκτεταμένους, της 3ης χιλιετίας π.Χ. Κάθε οικισμός φαίνεται ότι αναπτυσσόταν αυτόνομα και δεν υπήρχε κανένα είδος κεντρικής εξουσίας. Αρχικά οι οικισμοί σχηματίζονται κοντά στη θάλασσα ή στα πρανή χαμηλών λόφων. Περίπου το 2300 π.Χ. ορισμένοι οικισμοί οχυρώνονται (Αγία Ειρήνη στην Κέα), άλλοι καταστρέφονται και ξαναχτίζονται οχυρωμένοι (Φυλακωπή στη Μήλο), ενώ άλλοι χτίζονται σε υψηλούς λόφους μακριά από τη θάλασσα (Καστρί Σύρου). ...


... Ο πολιτισμός που άκμασε κατά την προϊστορική περίοδο μεταξύ της Μαύρης και της Κασπίας Θάλασσας, στην κοιλάδα του ποταμού Κούρα, εμπορευόταν προϊόντα πηλοποιείας από τον Καύκασο μέχρι την Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη και ολόκληρη την Μικρά Ασία. Αργότερα τα προϊόντα μεταλλουργείας τους επεκτάθηκαν μέχρι τα ποτάμια συστήματα του Βόλγα, του Δνείπερου και του Ντον. ...

... Περίπου πριν 3.000 χρόνια οι Ασσύριοι βασιλείς έστελναν τους στρατούς τους για να προσαρτούν νέα εδάφη. Για περισσότερο από 300 χρόνια η Μεσοποταμία και εδάφη προς τα ανατολικά και τα δυτικά αποτέλεσαν μέρος της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας. Η κατάκτηση ξένων εδαφών έφερνε πλούτο. Οι περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τον ασσυριακό στρατό ήταν υποχρεωμένες να αποδίδουν φόρους στον βασιλιά κάθε χρόνο. Εάν επαναστατούσαν ενάντια στην αρχή του, ή αρνιόντουσαν να πληρώσουν φόρους, ο βασιλιάς έστελνε τον στρατό του εναντίον τους. Υπήρχαν λίγοι στρατοί που θα μπορούσαν να νικήσουν τον ασσυριακό καθώς ήταν καλά εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος. ... 


... Τουλάχιστον από τα κλασσικά χρόνια, οι Λακεδαιμόνιοι υστερούσαν αριθμητικά κατά πολύ από τους είλωτες ...

... Βάσει των καταγεγραμμένων νηολογίων 12,5 εκατομμύρια άνθρωποι μεταφέρθηκαν ως σκλάβοι από την Αφρικάνικη στην Αμερικάνικη Ήπειρο από τον 16 αιώνα μέχρι το 1807 οπότε και το εμπόριο ανθρώπων χαρακτηρίστηκε παράνομο. ... 


Τα Ομηρικά Έπη διδάξαν και διδάσκουν επί τρεις χιλιάδες χρόνια ακριβώς αυτόν τον πολιτισμό του Πολέμου, ως την μόνη αυτονόητη συνθήκη για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η σημασία του αρχηγού και της εξουσίας περιγράφεται σε αυτά τα έργα με τους πιο γλαφυρούς και δοξαστικούς τρόπους.
Στις ελληνικές πόλεις-κράτη, μέσα από τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, μπορούμε να μελετήσουμε με λεπτομέρεια τον αγώνα που συντελείται στο εσωτερικό τους για την διατήρηση των εξισωτικών κανόνων που φέρουν βαθειά στις παραδόσεις τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Αθήνας όπου όταν η πολεμική περίοδος για την επιβίωση της φυλής έληξε, με την εδραίωση στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, καταργήθηκε η βασιλεία και έγιναν επανειλημένες προσπάθειες για την επαναφορά εξισωτικών κανόνων στις κοινωνικές σχέσεις. Προσπάθειες όμως καταδικασμένες καθώς και η Αθηναϊκή κοινωνία εφεξής θα βρισκόταν αναγκαστικά σε διαρκή πόλεμο με τις κοινωνίες των υπόδουλων και των άλλων υποτελών της. Θα έπρεπε ακόμα να επιδιώκει την συνεχή ισχυροποίησή της για να αντεπεξέρχεται στους συνεχείς ανταγωνισμούς με άλλες πολεμικές κοινωνίες. Η κατάληξη είναι γνωστή, και, όσο και αν μας τυφλώνει και παραπλανά η κυρίαρχη μυθολογία, είναι πάντα η ίδια: η καταστροφή.